υπνοβασία

υπνοβασία
η лунатизм, сомнамбулизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπνοβασία" в других словарях:

  • υπνοβασία — (Ιατρ.). Κινητική δραστηριότητα που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, με τρόπο συμπτωματικό και έξω από οποιονδήποτε έλεγχο της συνείδησης. Το άτομο δε θυμάται τις πράξεις που εκτελεί κατά την υ., κρατά γενικά τα μάτια ανοιχτά και το… …   Dictionary of Greek

  • υπνοβασία — η το να σηκώνεται κανείς από το κρεβάτι και να βαδίζει ή να εκτελεί διάφορες πράξεις, ενώ κοιμάται, νυχτοβασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυκτοβασία — η [νυκτοβάτης] 1. η υπνοβασία 2. η ιδιότητα και η κατάσταση τού νυκτοβάτη, τού υπνοβάτη …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • υπνοβατικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπνοβάτη ή στην υπνοβασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… …   Dictionary of Greek

  • υστερία — (Ιατρ.). Παθολογικό σύνδρομο που στην ψυχιατρική σημαίνει ένα ψυχοσυγκινησιακό σύμπλεγμα, χαρακτηριζόμενο από υπερβολικές σωματικές και ψυχικές αντιδράσεις που τείνουν να επαναλαμβάνονται και να σταθεροποιηθούν. Τα συμπτώματα της υ. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • Φλουρνουά, Θεόδωρος — (Flournoy, Γενεύη 1854 – 1920). Ελβετός ψυχολόγος. Aπό το 1891 είχε την έδρα της ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και στη συνέχεια, της ιστορίας και φιλοσοφίας των επιστημών (1919). Επηρέασε, με τις έρευνές του στην πειραματική ψυχολογία,… …   Dictionary of Greek

  • υπνοβάτης — ο θηλ. ισσα αυτός που παθαίνει υπνοβασία (βλ. λ.), ο νυχτοβάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπνοβατικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υπνοβάτη ή την υπνοβασία (βλ. λ.): Υπνοβατική κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»